ελεύθερη ζώνη

ελεύθερη ζώνη
Περιοχή η οποία, παρότι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εδάφους ενός κράτους, θεωρείται ότι βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας των τελωνείων του. Κύριο χαρακτηριστικό της ε.ζ. είναι το γεγονός ότι η εισαγωγή ξένων εμπορευμάτων σε αυτή δεν υπόκειται στην καταβολή εισαγωγικών τελωνειακών δασμών. Παρ’ όλα αυτά, διακρίνονται δύο τύποι ε.ζ.: στις ζώνες του πρώτου τύπου (που αντιστοιχούν στις αποθήκες διακομιδής και στους ελεύθερους λιμένες) η θέση τους εκτός των τελωνειακών ορίων είναι απλό νομικό πλάσμα και τα εισαγόμενα στη ζώνη ξένα εμπορεύματα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ή να καταναλωθούν, αλλά πρέπει να εξαχθούν πάλι ή να εισαχθούν στο εθνικό έδαφος, αφού προηγουμένως υποβληθούν σε τελωνειακούς δασμούς· οι ε.ζ. του δεύτερου τύπου, αντίθετα, βρίσκονται πραγματικά έξω από τα τελωνειακά όρια και τα ξένα εμπορεύματα που φθάνουν εκεί μπορούν να χρησιμοποιηθούν και να καταναλωθούν ελεύθερα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • νομισματική ζώνη — Σύνολο των χωρών και περιοχών, στο χώρο των οποίων χρησιμοποιείται ελεύθερα για τις διεθνείς πληρωμές το ίδιο νόμισμα. Σήμερα σημαντικότερη ν. είναι η ζώνη του ευρώ (βλ. λήμμα ευρώ), όπου 12 από τις 15 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μοιράζονται το… …   Dictionary of Greek

  • αιγιαλίτιδα ζώνη — Η θαλάσσια περιοχή που ξεκινά από την ξηρά και μπορεί να εκτείνεται μέσα στη θάλασσα σε απόσταση έως και δώδεκα ναυτικών μιλίων. Σύμφωνα με το ισχύον διεθνές δίκαιο, εντός αυτής της ζώνης τα παράκτια κράτη ασκούν πλήρη κυριαρχία. Η ύπαρξη της α.ζ …   Dictionary of Greek

  • ελεύθερος — και λεύθερος και λεύτερος, η, ο (AM ἐλεύθερος, α, ον και ἐλεύθερος, ον) 1. αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον, που δεν υπόκειται στην εξουσία άλλου 2. (για τόπο ή χώρα) εκείνος που δεν υπάγεται σε ξένη εξουσία, δεν βρίσκεται υπό ξένη κυριαρχία ή… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • παναμάς — I O Παναμάς καταλαμβάνει το πιο στενό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού και προχωρεί σε σχήμα «S» από τη μεθόριο με την Kόστα Pίκα στα δυτικά ώς τη μεθόριο με την Kολομβία στα ανατολικά. Tα πιο διαμήκη σύνορα της χώρας όμως είναι τα φυσικά, που …   Dictionary of Greek

  • Κοπεγχάγη — (δαν. Kobenhavn). Πόλη (499.148κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Δανίας και της ομώνυμης κομητείας (526 τ. χλμ., 615.115 κάτ.). Είναι χτισμένη κατά ένα μέρος στο ανατολικό άκρο του νησιού Σγελάνδη και κατά ένα μέρος στο βόρειο άκρο του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • Ταγγέρη — (Τανία αραβικά, Tanger γαλλικά). Πόλη (187.894 κάτ., οι μισοί από τους οποίους μουσουλμάνοι) του βόρειου Μαρόκου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.195 τ. χλμ., 509.000 κάτ.), και ένα από τα κυριότερα λιμάνια της βορειοδυτικής αφρικανικής ακτής …   Dictionary of Greek

  • Φριούλι — (Friuli). Ιστορική περιοχή της βορειοανατολικής Ιταλίας υπαγόμενη στη διοικητική περιοχή Φριούλι Βενετία Τζούλια. Εκτείνεται από τις Καρνικές Άλπεις έως την Αδριατική θάλασσα και διασχίζεται από τον ποταμό Λιβέντζα. Στην περιοχή βρέθηκαν… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”